Ορισμός: Ο δικαστής απονέμει δικαιοσύνη και ορίζει την ποινή οποιουδήποτε κριθεί ένοχος, εφαρμόζοντας τη νομοθεσία του κράτους που ανήκει.
Περιγραφή: Ο δικαστής είναι κρατικός λειτουργός με σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του κράτους. Ειδικότερα, ο δικαστής διαβάζει ή ακούει τους ισχυρισμούς του ενάγοντα (το πρόσωπο που έχει κάνει την αγωγή) και αποφασίζει κατά πόσο αυτοί επαρκούν για να οδηγηθεί η υπόθεση στο δικαστήριο. Εξετάζει τα στοιχεία που αφορούν δικαστικές υποθέσεις προκειμένου να αποφασίσει, αν τα στοιχεία αυτά υποστηρίζουν τις κατηγορίες. Επιβλέπει και διευθύνει τις διαδικασίες κατά τη διάρκεια μιας δίκης.
Αποφασίζει για την τελική εκδίκαση, αναβολή ή διακοπή μιας δίκης, ορίζει τις ποινές σύμφωνα με το νόμο για όσους κριθούν ένοχοι, καθορίζει το ύψος των αποζημιώσεων προς τα θύματα ή δίνει αναστολή για διάφορες ποινές. Οι δικαστές στο Εφετείο αποφασίζουν τελεσίδικα για κάθε δικαστική υπόθεση.
Η εργασία του δικαστή χαρακτηρίζεται από άγχος, ένταση και υψηλή ευθύνη, καθώς οι αποφάσεις που πρέπει να πάρει ο δικαστής μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες στη ζωή κάποιων ανθρώπων (για παράδειγμα, στέρηση της ελευθερίας, χρηματικές ποινές κ.ά.). Άγχος επίσης προκαλεί και το γεγονός, ότι οι αποφάσεις αυτές πρέπει να είναι δίκαιες, σωστές και πάντα με ακριβή εφαρμογή των σχετικών νόμων. Οι συνέπειες κάποιας λανθασμένης δικαστικής απόφασης μπορεί να αποβούν μοιραίες για τη ζωή κάποιου ατόμου. Ο δικαστής εργάζεται περισσότερο ατομικά, η συνεργασία του όμως με διαφορετικούς συναδέλφους, εισαγγελείς, αστυνομικούς, δικηγόρους, εκπροσώπους αρχών, γραμματείς και αντιδίκους είναι μέσα στην καθημερινότητα του επαγγέλματος.
Προϋποθέσεις άσκησης: Επιπλέον πρέπει να διαθέτει ελληνική ιθαγένεια για να προχωρήσει στο δικαστικό κλάδο. Αφού τελειώσει την πρακτική του άσκηση ως δικηγόρος και του έχει χορηγηθεί η άδεια άσκησης επαγγέλματος, δίνει εξετάσεις για την εισαγωγή του στη Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εισαγωγή του στη σχολή είναι να έχει συμπληρώσει το 28ο έτος της ηλικίας του. Μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή, πρέπει να κάνει πρακτική άσκηση για δεκαοχτώ μήνες. Ο διορισμός του γίνεται κατόπιν προκήρυξης σχετικού διαγωνισμού.
Ιδιαίτερα Προσωπικά Χαρακτηριστικά και Ικανότητες:
Ο δικαστής πρέπει να διαθέτει βαθιά γνώση των νόμων και του Συντάγματος, ευρύτατη παιδεία και κοινωνική μόρφωση. Η υπομονή, η ψυχραιμία, η συναισθηματική σταθερότητα, η νηφαλιότητα και η ανεξαρτησία, αλλά και η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα, η ακεραιότητα, ο σεβασμός στην προσωπικότητα του ανθρώπου και η σταθερή προσήλωση προς τους νόμους και το Σύνταγμα, θεωρούνται απαραίτητα προσόντα για το δικαστή, ώστε να απονέμει σωστά τη δικαιοσύνη στις υποθέσεις που εκδικάζει.
Οι δεξιότητές του ακόμη, περιλαμβάνουν την ευχέρεια στη γραφή και ομιλία της ελληνικής γλώσσας, την κριτική και δημιουργική σκέψη, καθώς και τη σύνθεση και οργάνωση των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του.
Σπουδές:
Για να γίνει κάποιος δικαστής, πρέπει να είναι πτυχιούχος των τμημάτων Νομικής των Α.Ε.Ι. Διασύνδεση με το Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα.
Οι πτυχιούχοι Νομικής μπορούν να δώσουν εξετάσεις για την εισαγωγή του στη Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών. Απαραίτητη είναι πλέον η φοίτηση στην Εθνική Σχολή Δικαστών που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Η εισαγωγή σε αυτήν γίνεται με εισαγωγικό διαγωνισμό εφ’ όλης της ύλης του Δημοσίου Δικαίου, Ουσιαστικού και Δικονομικού Αστικού και Εμπορικού Δικαίου, καθώς και του Ουσιαστικού και Δικονομικού Ποινικού Δικαίου.
Οι επιτυχόντες ακολουθούν γενική εκπαίδευση αλλά στην πορεία επιλέγονται, κατόπιν εξετάσεων, στην κατεύθυνση (Πολιτικά και Ποινικά ή Διοικητικά Δικαστήρια) στην οποία είχαν την καλύτερη επίδοση, προκειμένου να διοριστούν στους αντίστοιχους δικαστικούς κλάδους. Η εκπαίδευση στη Σχολή από την έβδομη σειρά και μετά διαρκεί 16 μήνες, σύμφωνα με το άρθρο 16 του Ν. 2943/2001, είναι δε θεωρητική και πρακτική και κατανέμεται σε δύο διαδοχικές φάσεις (12 μήνες και 4 μήνες).
Στο διαγωνισμό γίνονται δεκτοί όσοι έχουν πτυχίο νομικού τμήματος ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος, έχουν συμπληρώσει το 27ο και δεν έχουν υπερβεί το 40ο έτος της ηλικίας τους και επιπλέον πρέπει να διαθέτουν την ελληνική ιθαγένεια για να προχωρήσουν στο δικαστικό κλάδο. Μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή, πρέπει να κάνει πρακτική άσκηση για δεκαοκτώ μήνες. Ο διορισμός του γίνεται μετά από προκήρυξη σχετικού διαγωνισμού.
Σπουδαιότητα: Ο δικαστής πρέπει να διαθέτει βαθιά γνώση των νόμων και του Συντάγματος, ευρύτατη παιδεία και κοινωνική μόρφωση. Επίσης, η υπομονή, η ψυχραιμία, η συναισθηματική σταθερότητα, η νηφαλιότητα και η ανεξαρτησία, αλλά και η αμεροληψία και η αντικειμενικότητα θεωρούνται απαραίτητες δεξιότητες για το δικαστή, ώστε να απονέμει σωστά τη δικαιοσύνη στις περιπτώσεις που εκδικάζει.
Οι δεξιότητές του ακόμη, περιλαμβάνουν την ευχέρεια στη γραφή και ομιλία της ελληνικής γλώσσας, την κριτική και δημιουργική σκέψη, καθώς και τη σύνθεση και οργάνωση των πληροφοριών.
Περιβάλλον ενασχόλησης: Οι δικαστές απασχολούνται αποκλειστικά στο δημόσιο τομέα. Μερικές φορές, μετά τη συνταξιοδότηση τους, μπορεί να εργαστούν και ως νομικοί σύμβουλοι σε οργανισμούς και επιχειρήσεις.
Επαγγελματικές συνθήκες: Ο δικαστής εργάζεται στις αίθουσες δικαστηρίων ή σε γραφεία όπου προσπαθεί να διευθετήσει συγκρούσεις και διαμάχες. Συχνά αντιμετωπίζει ανθρώπους που μπορεί να βρίσκονται σε μεγάλη ένταση και άγχος, να είναι θυμωμένοι, δυσαρεστημένοι ή ακόμα και επιθετικοί. Επίσης, αναγκάζεται να εργάζεται πολλές ώρες στο σπίτι του, μελετώντας προκαταρκτικά τις δικογραφίες.
Γενικά σχόλια: Ο δικαστής οφείλει να εργάζεται με αμεροληψία, ακεραιότητα, σεβασμό προς τη προσωπικότητα του ανθρώπου και με σταθερή προσήλωση προς τους νόμους και το Σύνταγμα, προκειμένου να διαλευκάνει υποθέσεις και να απονέμει σωστά τη δικαιοσύνη.
Για τη σωστή άσκηση του επαγγέλματος απαιτείται από τον δικαστή, να ενημερώνεται συνεχώς για τη νομολογία και τις εξελίξεις της νομικής επιστήμης, αλλά ακόμη και για τις εξελίξεις της κοινωνικής πραγματικότητας, μέσα στην οποία εκδηλώνονται οι υποθέσεις που καλείται να κρίνει.